Οργανική Χημεία (Ε)
Ενότητες
Ως διαλυτότητα ορίζεται η μέγιστη ποσότητα μιας ουσίας που μπορεί να διαλυθεί σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη και σε ορισμένη θερμοκρασία.
Τα διαλύματα που περιέχουν τη μέγιστη ποσότητα διαλυμένης ουσίας ονομάζονται κορεσμένα διαλύματα. Αντίθετα τα διαλύματα που περιέχουν μικρότερη ποσότητα διαλυμένης ουσίας από τη μέγιστη δυνατή ονομάζονται ακόρεστα. Η διαλυτότητα μιας ουσίας επηρεάζεται από τους εξής παράγοντες:
α. τη φύση του διαλύτη. Εδώ ισχύει ο γενικός κανόνας «τα όμοια διαλύουν όμοια», δηλαδή πολικές ενώσεις διαλύονται σε πολικούς διαλύτες και μη πολικές ενώσεις σε μη πολικούς διαλύτες.
β. τη θερμοκρασία. Συνήθως η διαλυτότητα των στερεών στο νερό αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ η διαλυτότητα των αερίων στο νερό μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας.
γ. την πίεση. Γενικά, η διαλυτότητα των αερίων στο νερό αυξάνεται με την αύξηση της πίεσης.
Στόχοι Ενότητας
Να κατανοήσει ο φοιτητής την έννοια της πολικότητας ενός μορίου και τους παράγοντες που επιδρούν σε αυτή, τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά χημικών ενώσεων ανάλογα με τη δομή και την πολικότητά τους και την ταξινόμηση των οργανικών ενώσεων σε ομάδες σε σχέση με τη διαλυτότητά τους.
Λέξεις Κλειδιά
Διαλυτότητα και πολικός χαρακτήρας χημικής ένωσης, ανόργανοι και οργανικοί διαλύτες.